Συνέντευξη με τη Vera Milosevska και τον Oli Josifovski της Ljubojna: Ο δημοφιλής μύθος σχετικά με τη Δημοκρατία της Μακεδονίας, όπου λένε ότι «μη χορέψεις ή τραγουδήσεις διότι οι άλλοι θα σε ξεπεράσουν» δεν ισχύει πλέον.
Η μουσική της μπάντας Ljubojna είναι μουσική αναζήτησης. Κατά τη διάρκεια των 15 ετών που υπάρχει, η μπάντα πέρασε από διάφορα στάδια με αρκετές αλλαγές, που οδήγησαν σε πέντε στυλιστικά διαφορετικούς δίσκους. «Αυτή η δίψα για εξερεύνηση προκάλεσε μια ισχυρή ανατροπή στις ζωές μας όταν αποφασίζαμε, ο καθένας για τον εαυτό του, και μετά όλοι μαζί, ότι η μουσική είναι αυτό που μπορούμε να ζήσουμε πιο ειλικρινά και μπορούμε να ακολουθήσουμε πιο πιστά. Το ίδιο συναίσθημα αγάπης και εξερεύνησης μάς έκανε να σμίξουμε σε μια πετυχημένη ομάδα. Με κάποιον τρόπο υπήρξε μια αίσθηση ανάγκης για μια ομάδα ανθρώπων να ενώσουν τα χέρια τους και το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία νέων ακουσμάτων της ντόπιας μουσικής. Δεν εννοώ την αποκαλούμενη ethnic μουσική, αλλά την πραγματική σύγχρονη μουσική σκηνή της χώρας. Η μουσική αναπτύχθηκε μαζί με τις προθέσεις μας. Όλες οι φάσεις που πέρασε η μπάντα βρίσκονται σε κάθε έργο μας. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Ljubojna δεν έκανε αλλαγές στη σειρά των τραγουδιών, αλλά την έχτισε και αυτό οδήγησε σε τρεις ακολουθίες: μουσική chalgia (με ρίζες στην τουρκική παράδοση), ακουστικό-ηλεκτρικό ροκ και φαντασία χάλκινων. Με αυτό τον τρόπο, η Ljubojna έγινε πλέον θεσμός και η μουσική της αποτελεί μια γέφυρα μεταξύ νεότερων και παλαιότερων γενεών, λέει η Vera Milošeska μέλος της Ljubojna, για το Balkon3.
Τί σας προσέλκυσε στην παραδοσιακή μουσική;
Vera: Πιστεύω ότι αυτή η ερώτηση ανήκει στον προηγούμενο αιώνα, όταν οι άνθρωποι ακόμα πειραματίζονταν και υπήρχε ακόμα «άθικτη» μουσική σε όλο τον κόσμο. Δε νομίζω ότι είναι κατάλληλο να κάνουμε αυτή την ερώτηση στις μέρες μας. Πιστεύω ότι όλος ο κόσμος αναπτύχθηκε μέσα από το φολκλόρ, ακόμα και οι πιο τρελές δημιουργίες. Είναι μια κληρονομιά που δίνει νέα ζωή και δε μπορεί να διαχωριστεί για κανένα λόγο, απλώς διότι οι πολίτες της χώρας αντιμετωπίζουν την ίδια τους την κουλτούρα σαν να επρόκειτο για έναν νεοαφιχθέντα ξένο, με φράσεις όπως: «Α! Τι ωραία, τι αγνή μουσική!». Η μουσική με την οποία ζει η Ljubojna είναι μουσική που μεταφέρθηκε από παλιούς δασκάλους έως εμάς και είναι φυσικό για μας να την υπηρετούμε. Η Ljubojna δεν καλλιεργεί και δεν δημιουργεί παραδοσιακή μουσική αλλά δημιουργεί ένα είδος σύγχρονης μουσικής με ένα στυλ ορθόδοξου γκλάμορ. Η μακεδονίτικη μουσική είναι η πηγή από την οποία συγκεντρώσαμε γνώση σχετικά με τη μουσική εν γένει. Η αγάπη για τη μουσική δεν υπάρχει λόγω των εθνικών καταβολών κάποιου αλλά για λόγους προσωπικής ανάγκης για αυτο-προσδιορισμό. Ακριβώς όπως δεν είναι προνόμιο να είσαι από τη Δημοκρατία της Μακεδονίας προκειμένου να παίζεις ή να αγαπάς τη μουσική της χώρας.
Εκτός από αρχηγοί της μπάντας, εσύ και ο Oliver είστε και σύζυγοι, κάτι που οδήγησε σε αρκετούς δίσκους, πολυάριθμες συναυλίες και μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Τι είναι που κάνει τα πράγματα να λειτουργούν τόσο καλά μεταξύ σας, τόσο προσωπικά όσο και επαγγελματικά;
Vera: Η απάντηση βρίσκεται στη μεγάλη θυσία που υποσχεθήκαμε στους εαυτούς μας να κάνουμε όταν ξεκινήσαμε τη Ljubojna και όταν παντρευτήκαμε, φυσικά, αυτή είναι μία ακόμα θυσία που υποσχεθήκαμε στον εαυτό μας. Δεν είμαστε μόνο οι αρχηγοί της μπάντας, είμαστε και η ομάδα δημοσίων σχέσεων, κάτι που είναι εξαντλητικό. Δυστυχώς, δεν έχουμε το προνόμιο να φροντίζουμε μόνο για τη μουσική, αλλά και πάλι, βρίσκονται όλα στα χέρια μας και το όλο πράγμα με κάποιον τρόπο προχωράει θετικά. Φαίνεται ότι μάθαμε να ζούμε σύμφωνα με την απόφασή μας να ζήσουμε έναν τέτοιο τρόπο ζωής, ο οποίος με μια πρώτη ματιά μοιάζει με οικογενειακή ζωή, αλλά ούτε κατά διάνοια δεν πρόκειται για καθημερινή οικογενειακή ζωή ή συνηθισμένους ρυθμούς διαβίωσης. Η συνταγή της επιτυχίας είναι κάτι που αλλάζει διαρκώς και αφορά το κάθε άτομο ξεχωριστά. Η δική μας συνταγή είναι μια καλή ομάδα: ένας καλός τραγουδιστής και ένας καλός συνθέτης που και σε ατομικό επίπεδο μοιράζονται τις ίδιες ιδέες για τη μουσική.
Όταν πρόκειται για επιλογές τραγουδιών από την πηγή του φολκλόρ της χώρας είναι προφανές ότι δίνεται έμφαση σε (ντόπια) τραγούδια από την ελληνική περιοχή της Μακεδονίας. Τι υπάρχει σε αυτά τα τραγούδια, τα οποία είναι σχετικά άγνωστα σε σχέση με άλλα πιο καθιερωμένα και δημοφιλή, που σας έλκυσαν και σας ενέπνευσαν να τα συμπεριλάβετε στο ρεπερτόριό σας;
Vera: Πραγματικά, τραγούδια όπως το “Tvoite oci Leno” (Τα μάτια σου Λένω), και “Mori chupi Kosturcanki” (Ε, εσείς, κοπέλες της Καστοριάς) είναι κατά έναν τρόπο ορόσημα για την Ljubojna από τις απαρχές της μπάντας. Φέρουν ένα οικουμενικό μουσικό μήνυμα μέσα τους, είναι ύμνοι αγάπης ή έχουν στοιχεία κρυμμένου ερωτισμού εάν θέλετε, τα οποία το κοινό βιώνει προσωπικά. Από την άλλη πλευρά, από το ευρύ ρεπερτόριο των τραγουδιών που ερμηνεύω, τα περισσότερα από αυτά προέρχονται από αυτή την περιοχή. Αγαπώ τον μεσογειακό μελωδισμό των ντόπιων τραγουδιών και την ίδια ώρα το δυνατό σλαβικό συναίσθημα. Αυτή είναι μουσική που για μένα εκπροσωπεί υφαντές ηλιαχτίδες και μαιάνδρους, πορτοκαλόκηπους και χρυσά σκουλαρίκα, για παράδειγμα.
Η περσινή σας συναυλία πριν την Πρωτοχρονιά ήταν το τέλος της φάσης με την ορχήστρα χάλκινων;
Oliver: Οι λέξεις «τέλος» και «αρχή» είναι πολύ βαριές για να προσδιοριστούν. Για μένα η απάντηση σχετίζεται με μια μουσική φράση, ένα μουσικό στυλ, μία κατεύθυνση και δεν είναι εντελώς συνειδητό για μένα το πότε κάτι αρχίζει, ωριμάζει και τελειώνει. Το μόνο που ξέρω είναι ότι εάν ακούσω κάτι που μου αρέσει, κάτι που με συγκλόνισε μια στιγμή και η καρδιά μου σκίρτισε, ξέρω ότι κάπως αυτό θα βγει προς τα έξω κάποια στιγμή όταν θα γράφω μουσική. Για παράδειγμα, μία βραδιά σε ένα πάρκινγκ στην πόλη των Σκοπίων πέσαμε πάνω σε ένα νεαρό παιδί που κρατούσε ένα (πολύχρωμο) κασετόφωνο στον ώμο και μας ρώτησε εάν θέλαμε να ακούσουμε λίγη μουσική. Είπαμε βεβαίως. Μας ρώτησε εάν είχαμε ακούσει για τον Jamail και του απαντήσαμε πως ναι. Εντάξει λοιπόν, παρακαλώ δώστε μου 50 δηνάρια και θα παίξω τη μουσική του για σας. Κι έτσι συνέβη, μια βραδιά μετά τα μεσάνυχτα σε κάποιο πάρκινγκ ακούσαμε τον Jamail σε ένα κασετόφωνο με 6 λυχνίες όπου η μουσική ήταν απίστευτα ζωντανή, ήταν αριστοτεχνικά ερμηνευμένο και ο παρουσιαστής του ο Αλί έπαιζε για μας μας αυτή τη μουσική με ασυνήθιστη χαρά και πάθος και μας διηγήθηκε ιστορίες για τον Jamail. Αργότερα, ενώ είχε προχωρήσει η βραδιά, αναρωτήθηκα εάν αισθανόμουν τη μουσική τουλάχιστον στο μισό από ό,τι ο Αλί. Μερικές φορές, η μουσική ξεπηδάει από εντελώς ασυνήθιστους χρόνους και τόπους. Τώρα, ξέρετε τον Jamail;
Οι κυκλοφορίες σας βγαίνουν σε καιρούς κατάπτωσης των αξιών στην κοινωνία μας, όπου κάθε της κομμάτι παρακμάζει από το κιτς, το φθηνό και τη μαζική διασκέδαση, και όπου οι αληθινές αξίες εξωθούνται στο περιθώριο, σε σκοτεινές γωνιές. Πιστεύετε ότι η μουσική σας μπορεί να διατηρήσει την πίστη των ανθρώπων ότι δεν έχουν χαθεί ακόμα τα πάντα;
Vera: Όλα αυτά τα χρόνια η Ljubojna αφιερώθηκε στην ιδέα της δημιουργίας μουσικής με μια καλή φωνή, η οποία μπορεί να έχει πολλά πρόσωπα, αλλά μία μακεδονίτικη ψυχή. Όλες οι κυκλοφορίες μας έχουν διαφορετικούς ήχους, αλλά παραμένει μία μουσική που προέρχεται από την ίδια δημιουργική ιδέα. Αυτή τη στιγμή η Ljubojna είναι ένας θεσμός με προσωπικό που μοιάζει με την Φιλαρμονική Ορχήστρα του Ισραήλ. Λειτουργεί ως ορχήστρα ακουστικής chalgia, ως ηλεκτρο-ακουστική μπάντα και ως μπάντα χάλκινων, όλα αυτά τα στοιχεία λειτουργούν πλήρως. Έχει στο ρεπερτόριό της και πρωτότυπο και παραδοσιακό υλικό. Μπορείτε να φανταστείτε αυτό να λειτουργεί μόνο σε τοπικό επίπεδο; Εκτός από την προσέγγιση του ρομαντικού αντάρτη, δε γνωρίζω άλλον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε κανείς να είναι επιτυχημένος στις σημερινές περιστάσεις. Οι πολίτες της Δημοκρατίας της Μακεδονίας θεωρούν απίστευτο ότι η Ljubojna ξεπούλησε όλα τα εισιτήρια μιας συναυλίας, αγαπούν να τους αγαπάει η ίδια η μπάντα, θέλουν να νιώθουν ζωντανοί και να είναι ευτυχισμένοι.
Κατά τη γνώμη σας, υπάρχει περιθώριο για δημιουργία και το μήνυμα που αυτή προωθεί σε ένα εχθρικό περιβάλλον όπως είναι αυτό εδώ;
Вера: Αυτό το περιβάλλον είναι αποτέλεσμα περισσότερο όσων κάνουμε εμείς οι ίδιοι, άρα δε θα έπρεπε να παραπονούμαστε και τόσο πολύ. Για χρόνια οι πολίτες της Δημοκρατίας της Μακεδονίας ντρέπονταν για τη μουσική τους, περιπλανώμενοι στους διαδρόμους των μουσικών του κόσμου κι αυτό είναι ένα κόμπλεξ που προέκυψε ως κληρονομιά από την εποχή της Γιουγκοσλαβίας. Όταν έφθασε η στιγμή να αντιμετωπίσουμε τους εαυτούς μας και ατομικά και ως προς τον υπόλοιπο κόσμο, σχετικά με την κουλτούρα ή την εικόνα που είχαμε φτιάξει για τους εαυτούς μας μετά την ανεξαρτησία της χώρας, ανακαλύψαμε ότι είμαστε κενοί, όπως ένα καλάθι άδειο. Σε αυτή την κατάσταση, διάφορες εικόνες άρχισαν να κατασκευάζονται με τους πιο «αντάρτικους» τρόπους. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την εξώθηση της κουλτούρας σε ένα αδιέξοδο κακοφωνίας, στο οποίο βρισκόμαστε ακόμα. Με σημερινούς όρους, προσαρμοστικότητα ίσον δημιουργικότητα. Σε ένα περιβάλλον που δεν είναι εξοπλισμένο με κριτική ικανότητα οτιδήποτε μπορεί να πουληθεί ως δημιουργικό και τελικά το μήνυμα είναι το εξής: η δημιουργικότητα δεν αποδίδει. Κι από πάνω έχουμε μια κλειστή πολιτική κατεύθυνση που μας πνίγει, έναν τρόπο ζωής που μας πιέζει, και το προϊόν αυτού που είναι η λαϊκο-ποπ μουσική μαζικής κατανάλωσης. Για αυτό και είναι εξαιρετικό όταν η καλή μουσική παράγει ένα καλό προϊόν το οποίο δε μπορεί κανείς να αγνοήσει, ακόμα κι αν το θέλει.
Η ομοιομορφία αυτού που τα συστημικά ΜΜΕ έχουν να προσφέρουν σχετικά με τη μουσική ή την κουλτούρα, σε παγκόσμιο και σε εθνικό επίπεδο, εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης, είναι πολύ προφανές. Πως βλέπετε τη μουσική της χώρας στον 21ο αιώνα;
Vera: Η παγκοσμιοποίηση έχει καταπιεί όλο τον κόσμο, πόσο μάλλον τη Δημοκρατία της Μακεδονίας. Αλλά η μουσική μας σκηνή δε μπορεί να συγκριθεί με καμία άλλη σκηνή εκεί έξω απλώς διότι δε σκέφτεται παγκόσμια και τα πάντα στοχεύουν και «πακετάρονται» για μια μικρή αγορά. Οι τάσεις δεν είναι πάντα τέτοιες, αλλά είναι εξαιρετικά δύσκολο να σκεφτείς παγκόσμια χωρίς καμία υποστήριξη. Αυτό θα επηρεάσει αποφασιστικά την όψη του τελικού προϊόντος. Δυστυχώς, το μεγαλύτερο οικονομικό ρίσκο είναι η ίδια η μουσική, η οποία είναι σε τρομερό βαθμό τοπική και δε μπορεί να γίνει σουξέ αλλού πέρα από τη γειτονική Σερβία. Κρατάνε τον κόσμο μέσα σε τέσσερις τοίχους αποκλειστικά για το κέρδος. Αυτή είναι η κατάσταση με το mainstream που λέγεται estrade, ειδικά με την τοπική εκδοχή της λαϊκο-ποπ («turbo-folk») που όμως κουβαλάει πίσω της την καλύτερη ηχοληπτική και βίντεο παραγωγή. Και η τάση είναι τόσο δυνατή που δύσκολα πάει κανείς κόντρα. Και ο κόσμος το ξεχνάει αυτό. Που οδηγούμαστε με το να επιστρέφουμε στις παλιές επιτυχίες και να ξαναζούμε την παλιά «ημι-φεστιβαλική» μουσική τύπου Φεστιβάλ San Remo; Μόνο αυτό μπορούμε να κάνουμε; Πιστεύω πως ο κόσμος δεν έχει λάβει στα σοβαρά υπόψη του αυτή την απειλή και έχει αποδεχτεί αυτό το πολιτιστικό αδιέξοδο. Από την άλλη πλευρά, αυτή η χώρα έχει τόσο μεγάλη μουσική κληρονομιά να προσφέρει και τόσα πολλά να κάνει. Η έξοδος βρίσκεται μπροστά σου και εσύ διαρκώς χτίζεις από δίπλα του ένα τούνελ. Στα σοβαρά τώρα, εάν δε δώσουμε καμιά ευκαιρία και χωρίς καμία στρατηγική, για αυτούς που έχουν νέες ιδέες για νέα και φρέσκα ακούσματα που μπορούν να προσφέρουν στον κόσμο, θα βυθιστούμε και θα εξαφανιστούμε εντελώς.
Μπορεί ένας συνθέτης να κοιτάζει τη δουλειά του, αυτή που ξέρει καλύτερα, και έτσι να κερδίζει το ψωμί του σε αυτή τη χώρα;
Oliver: Βρισκόμαστε εδώ και συζητούμε, πράγμα που σημαίνει ότι επιβιώνουμε (γελάει). Δεν έχω πρόθεση να διαλέξω άλλο επάγγελμα από τη μουσική. Αυτή είναι η απασχόλησή μου, την οποία αγαπώ πολύ. Μερικές φορές εύχομαι να ζούσα σε μια άλλη χώρα, αλλά εννοώντας εάν ήταν γραφτό για μένα να ζήσω σε μια άλλη χώρα. Να είχα γεννηθεί εκεί. Πιστεύω ότι εάν όλοι έκαναν τη δουλειά τους όσο καλύτερα μπορούσαν, η χώρα θα ήταν ένα εξαιρετικό μέρος για να ζει κανείς. Προς το παρόν, εγώ προσπαθώ να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ και πιστεύω ότι το να γράφεις μουσική είναι η καλύτερη δουλειά που υπάρχει, αλλά δε θα τη συνέστηνα σε κανέναν (γελάει).
Με τη Ljubojna παίζετε στο εξωτερικό. Τι είναι απαραίτητο για μια μπάντα ώστε να ξεπεράσει τα στενά σύνορα μιας χώρας και να γίνει αποδεκτή έξω από αυτά;
Oliver: Όλοι μας έχουμε πολλή δουλειά μπροστά μας προκειμένου να ανταποκριθούμε σε αυτές της περιστάσεις και να προωθήσουμε τη μουσική μας σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο δημοφιλής μύθος στη Δημοκρατία της Μακεδονίας που λέει «μην χορέψεις και μην τραγουδήσεις στη Δημοκρατία της Μακεδονίας διότι οι άλλοι θα σε ξεπεράσουν» δεν ισχύει πια. Από την άλλη πλευρά, είμαι πολύ ικανοποιημένος με τη δουλειά που κάνουμε στη Ljubojna και φυσικά υπάρχει η τάση να επεκτεινόμαστε και να παίζουμε εκτός συνόρων. Μιλάμε για μια σταθερή και συσσωρευμένη ενέργεια εξερευνητικής φύσης. Οι στόχοι που θέτουμε για την αμέσως επόμενη περίοδο συμπεριλαμβάνει ηχογράφηση όσο περισσότερου νέου υλικού μπορούμε, έτσι ώστε να προωθήσουμε τη δουλειά μας στο εξωτερικό.
Μπορείτε να επιλέξετε ένα συγκεκριμένο κοινό που σας έχει υποδεχτεί με τον περισσότερο ενθουσιασμό;
Vera: Και το δικό μας και το ξένο κοινό με έχει εντυπωσιάσει πολλές φορές. Είναι δύσκολο να για μένα να θυμάμαι ακριβώς το πού συνέβησαν κάποια πράγματα. Μια φορά στη Ρώμη μας χαιρέτησε μια παρέα γυναικών, οι οποίες ήταν δακρυσμένες και με ευχαριστούσαν. Μερικές φορές μετά από ένα live ο κόσμος μάς πλησιάζει με ιδέες για τη μουσική της Ljubojna – με στενοχωρεί το ότι δεν έχουμε μουσικούς κριτικούς πίσω στην πατρίδα μας.
Τι αγγίζει περισσότερο το κοινό, ανεξάρτητα από τον τόπο που παίζετε;
Vera: Ο τρόπος με τον οποίο απευθύνεσαι στο κοινό. Στο κοινό αρέσει να «ανεβαίνει», να του δίνεις ένα χέρι και να του λες έλα μαζί μου. Δεν είναι εύκολο να το κάνεις αυτό, ειδικά στις μέρες μας όπου το κοινό συμπεριφέρεται σαν κοιμισμένος καταναλωτής. Ο κόσμος σε εμπιστεύεται όταν του δίνεις τη δυνατότητα να ερμηνεύσει, το κάθε άτομο ξεχωριστά, το δικό σου συναίσθημα, εάν δεν χειραγωγείς τα συναισθήματά του. Το κοινό θα σε επιβραβεύσει διπλά στην επόμενη συναυλία και ο κύκλος όλο και θα μεγαλώνει.
Εάν σας ζητούσαμε να συγκεντρώσετε τους πιο διακεκριμένους εκπροσώπους της βαλκανικής μουσικής, ποιους θα επιλέγατε;
Oliver: Αυτό θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο για μένα και σίγουρα θα παρέλειπα κάποιον. Πιστεύω ότι κάθε μικρό μέρος έχει τους δικούς του διακεκριμένους εκπροσώπους που αξίζει να συμπεριληφθούν σε επιλεγμένες συλλογές κάθε είδους. Θα κερδίζαμε ένα σωρό μουσικές. Επίσης νομίζω ότι με αυτό τον τρόπο ο κόσμος θα μάθαινε ότι αυτή η περιοχή έχει μέρη πλούσια σε μουσική και είναι ένας αχαρτογράφητος τόπος που περιμένει να τον ανακαλύψουμε.
Nenad Geogievski
* Η Ελλάδα δεν αποδέχεται και δεν αναγνωρίζει σε οποιαδήποτε μορφή ή περιεχόμενο, κάποια άλλη ονομασία εκτός «της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας». Όλες οι αναφορές, άμεσες ή έμμεσες στη χώρα αυτή που χρησιμοποιούνται σε αυτό το άρθρο είναι ευθύνη του συντάκτη του.