Η ιστορία μιας μοναδικής περιοχής και των κατοίκων της
Βρισκόμαστε κοντά στα 1840 και ο Όθωνας καλεί τους καλύτερους χτίστες της επικράτειας για την αποπεράτωση του παλατιού του στην Αθήνα, τη νέα πρωτεύουσα της χώρας. Οι χτίστες καταφθάνουν από το μικρό νησί των Κυκλάδων, την Ανάφη. Αλλά οι αρχές δε μεριμνούν για τη στέγαση των νεοφερμένων εργατών, οι οποίοι αναγκάζονται να χτίσουν οι ίδιοι τα καταλύματά τους, όπως συνηθίζουν στο νησί: σκαρφαλωμένα σε ένα ψηλό μέρος της πλαγιάς του βράχου, εξασφαλίζοντας προστασία από τον καιρό και στρατηγική θέα.
Αυτός ο βράχος ήταν βέβαια η Ακρόπολη, και τα Αναφιώτικα χτίστηκαν σταδιακά στα βόρεια της συνοικίας της Πλάκας. Κι άλλοι νησιώτες ήρθαν λίγο αργότερα να εργαστούν για την ανοικοδόμηση της Αθήνας, καθώς οι δεξιότητές τους ήταν σε μεγάλη ζήτηση. Χτίστες, μαραγκοί, μαρμαροτεχνίτες…ένα κομμάτι του συνοικισμού μάλιστα ονομάστηκε Τηνιακά, λόγω της προέλευσης των νησιωτών που στόλισαν με την τέχνη τους πολλά λαμπρά νεοκλασικά κτίσματα της εποχής. Οι επισκέπτες της Αθήνας θαυμάζουν σήμερα τα κτίρια αυτά στο κέντρο, λίγοι όμως γνωρίζουν για τις ταπεινές κατοικίες των ίδιων των τεχνιτών – μάλιστα, με τον καιρό, η τοπική αυτοδιοίκηση κατεδάφισε ένα μεγάλο κομμάτι των σπιτιών προς χάριν των αρχαιολογικών ανασκαφών. Έτσι, ό,τι αντικρίζουμε σήμερα είναι τα εναπομείναντα 45 περίπου κτίσματα που διασώθηκαν και βρίσκονται κρυμμένα μέσα στα σοκάκια της Πλάκας.
Απλώς ακολουθήστε την ανηφόρα της οδού Θρασύλλου, η οποία ξεκινά απέναντι από την έξοδο του σταθμού Μετρό «Ακρόπολη» μέχρι να φτάσετε στο εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου του Βράχου, που σηματοδοτεί την είσοδο στα Αναφιώτικα.
Η Αιγαιοπελαγίτικη αρχιτεκτονική είναι η πρώτη έκπληξη. Τα ασβεστωμένα σπιτάκια μέσα σε ένα λαβύρινθο από νησιώτικα στενοσόκακα δεν έχουν καμία σχέση με την υπόλοιπη Πλάκα. Αυτομάτως διαισθάνεται κανείς ότι με μαγικό τρόπο έχει μεταφερθεί στις Κυκλάδες. Τοιχοκολλημένες αφίσες του ΕΟΤ με την Ανάφη κάνουν την εντύπωση αυτή ακόμα πιο έντονη.
Ένα άλλο μοναδικό χαρακτηριστικό είναι η αρίθμηση των σπιτιών. Σύμφωνα με τους κατοίκους, το πρώτο σπίτι που χτίστηκε από τους Αναφιώτες πήρε τον αριθμό 1, το δεύτερο τον αριθμό 2 κ.ο.κ. Δεν έχει καμιά σημασία αν δεν ακολουθείται αριθμητική συνέχεια των σπιτιών επί της ίδιας οδού, ούτε εάν απουσιάζει ακόμα και το ίδιο το όνομα της οδού. Τα σημερινά σπιτάκια έχουν θεμελιωθεί πάνω στις πρώτες πλινθόκτιστες καλύβες που χτίστηκαν όπως-όπως μέσα σε λίγες μέρες. Σε μερικές περιπτώσεις, ορατές ακόμα και σήμερα, μερικά σπίτια είναι εν μέρει χτισμένα μέσα στο βράχο, πρακτική πολύ συνηθισμένη στα κυκλαδονήσια.
Αλλά η μεγαλύτερη έκπληξη είναι ότι οι κάτοικοι προσπαθούν να παραμείνουν στη γειτονιά και επιμένουν σ’ αυτό, εδώ και γενιές. Σε αντίθεση με την Πλάκα, όπου αρκετοί εξαναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν στα πλαίσια του εξευγενισμού της περιοχής κατά τη δεκαετία του ’80. Η διαδικασία αυτή εξακόντισε τις αξίες των ακινήτων στην Πλάκα, επιτρέποντας μόνο σε μια εύπορη ελίτ και στις υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού να πλειοψηφήσουν τελικά. Αυτή η περίπτωση δεν ισχύει για τα Αναφιώτικα.
«Ναι, αλλά και πάλι την πληρώνουμε ακριβά», λέει μία 55χρονη κάτοικος, γέννημα-θρέμμα της περιοχής. «Αγαπάμε αυτό το μικρό χωριό μας αλλά διαρκώς νιώθουμε παραμελημένοι. Συνέχεια προβλήματα με την παροχή νερού και ηλεκτρισμού. Ποτέ δεν έγινε δουλειά της προκοπής με το δίκτυο ύδρευσης εδώ». Όπως υποστηρίζουν οι κάτοικοι, πολλές φορές τα σοκάκια πλημμυρίζουν λόγω κακής διαχείρισης των υδάτων, που εκτός των άλλων κατεβαίνουν και από το βράχο.
«Με τίποτα δε θέλω να φύγω», λέει ένας 30χρονος κάτοικος. «Κατεβαίνουμε μες τον πανικό της πόλης κάθε πρωί για τη δουλειά και τα βραδάκια επιστρέφουμε σ’ έναν άλλο κόσμο, στη γαλήνη».
Μικροί και μεγάλοι ζουν σε μια μικρή κοινωνία που φαίνεται να ζει συλλογικά, άνθρωποι από διαφορετικές καταγωγές ενσωματώνονται στον απλό τρόπο ζωής. Η περιοχή καλωσόρισε αρκετούς φτωχούς πρόσφυγες της Μικρασίας, και αργότερα κάποιους δυτικο-ευρωπαίους διανοούμενους και καλλιτέχνες. Αρχιτέκτονες, κοινωνιολόγοι και πολλοί άλλοι έχουν κάνει έρευνες πάνω σε αυτόν τον ιδιόρρυθμο συνδυασμό παλιού/νέου, αστικού/ επαρχιώτικου.
Ντοκιμαντέρ της τηλεόρασης και μικρά βίντεο του διαδικτύου εντοπίζουν περιστάσεις συντροφικότητας, όπως αυτό το τελευταίο, που δείχνει τους γείτονες να συναντώνται στο τέλος της ημέρας για να πιούν ένα κρασί και να τα πουν – όταν ξαφνικά εμφανίζεται ο τραγουδιστής Γερολυμάτος για να τους παίξει στην κιθάρα παλιές καντάδες και να τραγουδήσουν όλοι μαζί. Όπως έκανα τη βόλτα μου εκεί σήμερα το μεσημέρι, η συνηθισμένη ησυχία διακόπηκε από καλέσματα από τη μίαν αυλή στην άλλη για να δουν όλοι το νεογέννητο εγγόνι ενός γείτονα.
Εγώ πιστεύω ότι, παρά τις δυσκολίες που περιγράφουν οι κάτοικοι, το επίπεδο διαβίωσης στα Αναφιώτικα είναι αξιοζήλευτο για εμάς τους υπόλοιπους. Είναι γνωστό παράπονο ότι στην «τσιμεντούπολη» δεν ανθεί η έννοια της συλλογικής έγνοιας και του μοιράσματος, που αποτελούσαν διαδεδομένες αξίες μόλις λίγες γενιές πριν. Είναι πολύ αργά τώρα και πρέπει να τα βγάλουμε πέρα με άλλα προβλήματα, το ίδιο σοβαρά ή και περισσότερο σοβαρά. Νομίζω ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι πραγματικά τυχεροί.
Εάν αποφασίσετε να περάσετε από τα Αναφιώτικα, καλό ήταν να θυμάστε ότι πρόκειται για συνοικία κατοικιών και να είστε διακριτικοί, σεβόμενοι τους κατοίκους. Η καλύτερη στιγμή για βόλτα είναι νωρίς το βράδι, ειδικά κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Ο κόσμος πολύ πιθανόν να περνάει την ώρα του σε κάποια αυλίτσα με γεράνια – και είναι συνηθισμένοι να βλέπουν τους επισκέπτες να χαζεύουν τις αυλές τους! Μια καλησπέρα κι ένα χαμόγελο είναι πάντα καλοδεχούμενα.
Sophia Nikolaou